- ταξιαρχία
- Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική μονάδα η τ. εμφανίστηκε τον 16o αι. στον ισπανικό στρατό. To 19o αι. η τ. των δύο συνταγμάτων έγινε μόνιμη οργανωτική μονάδα του πεζικού και του ιππικού και εντάχθηκε στη σύνθεση της μεραρχίας. Την ίδια εποχή σχηματίστηκαν οι πρώτες τ. πυροβολικού και σκαπανέων.
* * *η, ΝΜΑ [ταξίαρχος](στην αρχ. Ελλ.) το έργο ή το αξίωμα τού ταξιάρχουνεοελλ.1. στρ. σχηματισμός μονάδων διαφόρων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, ο οποίος αποτελείται συνήθως από 2 ή 3 συντάγματα πεζικού υποστηριζόμενα από μοίρα ή μοίρες πυροβολικού μάχης, από μονάδες τεθωρακισμένων και μονάδες σωμάτων τεχνικού, εφοδιασμού -μεταφορών, υλικού πολέμου2. φρ. α) «διεθνείς ταξιαρχίες» — σώματα ξένων εθελοντών που οργανώθηκαν στο Παρίσι από την Κομιντέρν και αγωνίστηκαν στην Ισπανία στο πλευρό τών Δημοκρατικών εναντίον τού Φράνκο κατά τη διάρκεια τού ισπανικού εμφύλιου πολέμου 1936-1939β) «Ερυθρές Ταξιαρχίες» — εξτρεμιστική μυστική τρομοκρατική οργάνωση αριστερής απόκλισης που έδρασε κυρίως στην Ιταλίαμσν.-αρχ.ταξινόμηση αρχών.
Dictionary of Greek. 2013.